Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωπύρωσιν — ζωπύρωσις kindling fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωπύρωση — η (Α ζωπύρωσις) εσφ. γρ. αντί ζωπήρηση … Dictionary of Greek